ελευθερόφρονας

ελευθερόφρονας
-η, -ο
1. που σκέφτεται ελεύθερα.
2. ο απαλλαγμένος από θρησκευτικές και άλλες προκαταλήψεις ή προλήψεις.
3. (φιλοσ.), ο οπαδός του δεϊσμού, φιλοσοφικής θεωρίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελευθερόφρονας — ο και ελευθερόφρων, ον 1. αυτός που σκέφτεται ελεύθερα 2. αυτός που δεν έχει θρησκευτικές προκαταλήψεις 3. (φιλοσ.) αυτός που ακολουθεί τον δεϊσμό …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροφρονώ — αμτβ., είμαι ελευθερόφρονας, (βλ. λ.), σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”